- Περσοδιώκτης
- Περσο-διώκτης, ου, ὁ,A chaser of the Persians, APl.4.233 (Theaet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περσοδιώκτης — ὁ, Α διώκτης, νικητής τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + διώκτης (< διώκω)] … Dictionary of Greek
Περσοδιώκτην — Περσοδιώκτης chaser of the Persians masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)